- ὑπεραινετός
- -ός,-όν A 0-0-0-2-2=4 Dn 3,52; Od 8,52.54to be praised exceedingly; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὑπεραινετός — to be praised exceedingly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραινετός — ή, όν, ΜΑ αυτός που τού αξίζει να τόν επαινούν, να τόν δοξάζουν με επαίνους πάνω από καθετί άλλο («εὐλογημένον τὸ ὄνομα τῆς δόξης σου, τὸ ἅγιον, τὸ ὑπεραινετόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αἰνετός «αξιέπαινος»] … Dictionary of Greek
ὑπεραινετόν — ὑπεραινετός to be praised exceedingly masc/fem acc sg ὑπεραινετός to be praised exceedingly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραινετά — ὑπεραινετός to be praised exceedingly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)